ἐγκράτεια

ἐγκράτεια
ἐγκράτ-εια [ρᾰ], ,
A mastery over, ἐ. ἑαυτοῦ self-control, Pl.R.390b; ἐ. ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν control over them, ib.430e, cf. X.Mem.2.1.1, Isoc.1.21;

περί τι Arist.EN1149a21

, al.
II abs., self-control, X. Mem.1.5.1, Isoc.3.44, Arist.EN1145b8, al., LXX Si.18.30, Act.Ap. 24.25, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκρατεία — ἐγκρατείᾱ , ἐγκράτεια mastery over fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρατείᾳ — ἐγκρατείᾱͅ , ἐγκράτεια mastery over fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκράτεια — mastery over fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκράτεια — Η αυτοκυριαρχία και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις. Ο άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη βούλησή του έτσι ώστε να είναι κύριος του εαυτού του μπορεί να εξουσιάζει τα πάθη του και να μην υποδουλώνεται σε αυτά. Η χαλιναγώγησή τους οδηγεί στην ε.… …   Dictionary of Greek

  • εγκράτεια — η 1. το να είναι κανείς εγκρατής, η απόλαυση με μέτρο ή και η ολοκληρωτική αποχή από τις σαρκικές απολαύσεις. 2. μτφ., εγκράτεια γλώσσας, το να μη βρίζει κανείς ούτε και να παραφέρεται όταν μιλάει, η λακωνικότητα, συντομία γλώσσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκρατείας — ἐγκρατείᾱς , ἐγκράτεια mastery over fem acc pl ἐγκρατείᾱς , ἐγκράτεια mastery over fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρατείαι — ἐγκρατείᾱͅ , ἐγκράτεια mastery over fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρατειῶν — ἐγκράτεια mastery over fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρατείαις — ἐγκράτεια mastery over fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκρατείης — ἐγκράτεια mastery over fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκράτειαι — ἐγκράτεια mastery over fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”